- δημοτικά
- δημοτικόςneut nom/voc/acc plδημοτικά̱ , δημοτικόςfem nom/voc/acc dualδημοτικά̱ , δημοτικόςfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιστορικά τραγούδια — Δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα (πολιορκίες ή καταστροφές πόλεων, φονικές μάχες κλπ.) ή σε φυσικά φαινόμενα που προκάλεσαν βαθιά εντύπωση στον λαό (π.χ. σεισμοί). Τα παλαιότερα που διασώθηκαν φτάνουν έως τον 17o αι. και… … Dictionary of Greek
λιανοτράγουδα — Δημοτικά τραγούδια που αποτελούνται από δύο ή τέσσερις στίχους. Συνήθως περιέχουν δύο στίχους, γι’ αυτό και ονομάζονται επίσης δίστιχα. Τα λ., που είναι γνωστά και ως μαντινάδες ή ριμνέτσες, αποτελούνται από δύο δεκαπεντασύλλαβους στίχους και… … Dictionary of Greek
νυφιάτικα τραγούδια — Δημοτικά τραγούδια, που επονομάζονται και τραγούδια του γάμου. Είναι συγγενικά με τα ερωτικά τραγούδια, με τη διαφορά ότι τα ν. δεν τα τραγουδούν οι ίδιοι οι νέοι, αλλά οι συγγενείς και οι φίλοι του ζευγαριού. Ακόμα, το θέμα των ν.τ. δεν είναι… … Dictionary of Greek
δημοτικάς — δημοτικά̱ς , δημοτικός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ζακύνθου, νομός — Νομός (406 τ. χλμ., 39.015 κάτ.) της περιφέρειας Ιονίων Νήσων με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη. Στον ν.Ζ. υπάγονται έξι νέοι δήμοι, που συστάθηκαν με το σχέδιο Καποδίστριας, με 47 δημοτικά διαμερίσματα που περιλαμβάνουν 87 οικισμούς. Συγκεκριμένα,… … Dictionary of Greek
δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… … Dictionary of Greek
τραγoύδι — Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία… … Dictionary of Greek
απελάτης — Στη βυζαντινή εποχήα. ονομαζόταν ο ζωοκλέφτης, ο τυχοδιώκτης και ο ληστής στις ακριτικές περιοχές του βυζαντινού κράτους. Άλλες εκδοχές τον παρουσιάζουν ως κάτι ανάλογο με τον κλέφτη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ή τον ληστοϊππότη της Δύσης… … Dictionary of Greek